αβγόγαλα

αβγόγαλα
το
1. ρόφημα από πυκνόρρευστο μίγμα κρόκου αβγού που χτυπήθηκε μαζί με ζάχαρη και ζεστό γάλα μέσα σε ποτήρι
2. ρόφημα από γάλα, μέσα στο οποίο έβρασε ελαφρά το περιεχόμενο αβγού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”